Πλώρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Καινούργιου, του νομού Ηρακλείου … Dictionary of Greek
πλώρη — πλώρη, η και πλώρα, η το μπροστινό μέρος του πλοίου: Βάζω πλώρη (ξεκινώ) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)